πτυχόραμφος

πτυχόραμφος
ο, Ν
ζωολ.
μικρόσωμο χαραδριόμορφο θαλασσοπούλι τού βόρειου Ειρηνικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptychoramphus (< πτυχή + ράμφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”